- πρόσφυγα
- πρόσφυξone who seeksmasc acc sgπρόσφυγοςfleeing for refugeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Каррас, Василис — Василис Каррас Выступление в марте 2010 года … Википедия
προσφυγιά — η, Ν [πρόσφυγας] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού πρόσφυγα 2. το σύνολο τών προσφύγων που κατέφυγαν σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
προσφυγικός — ή, ό, Ν [πρόσφυγας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόσφυγα ή στους πρόσφυγες («προσφυγική αποκατάσταση») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προσφυγικά συνοικία προσφύγων 3. φρ. «προσφυγικό ζήτημα» το ζήτημα που δημιουργείται από τη συρροή και… … Dictionary of Greek
προσφυγοπούλα — η, Ν 1. κόρη πρόσφυγα 2. νεαρή προσφυγίνα … Dictionary of Greek
προσφυγόπουλο — το, Ν 1. τέκνο πρόσφυγα 2. νεαρός πρόσφυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσφυγας + πουλο*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek